- λεγέσθω
- λέγω 1laypres imperat mp 3rd sgλέγω 2pick uppres imperat mp 3rd sgλέγω 3laypres imperat mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράδοση — η / παράδοσις, όσεως, ΝΜΑ [παραδίδω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραδίδω, η απόδοση (α. «έγινε η παράδοση τού εμπορεύματος» β. «η παράδοση τού ταμείου» γ. «ἡ παράδοσις τῶν χρημάτων», Αριστοτ.) 2. η παραχώρηση, η μεταβίβαση τής εξουσίας… … Dictionary of Greek
παρασύνθημα — το, ΝΑ νεοελλ. 1. στρ. η δεύτερη από δύο προκαθορισμένες λέξεις που αποτελούν το πλήρες σύνθημα και χρησιμοποιούνται για την αναγνώριση τού αξιωματικού ή υπαξιωματικού που ενεργεί έφοδο για έλεγχο τών φυλακίων 2. ναυτ. προσυμφωνημένο μυστικό σήμα … Dictionary of Greek